- ταν(ν)ίνη
- η, Ν(βιοχ.-χημ. τεχνολ.) συλλογική ονομασία ομάδας υποκίτρινων έως ανοικτόφαιων ουσιών σε μορφή σκόνης, φολίδων ή σπογγώδους μάζας, ευρύτατα διαδεδομένων σε φυτά, οι οποίες χρησιμοποιούνται, κυρίως, στη βυρσοδεψία, στη βαφή υφασμάτων, στην παρασκευή μελανιών και σε διάφορες φαρμακευτικές εφαρμογές.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. tannin < ρ. tanner «βυρσοδεψώ»].
Dictionary of Greek. 2013.